κατάζυμος

κατάζυμος
κατάζυμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ζυμωθεί, ο ένζυμος
2. καλά ζυμωμένος («ἄρτος κατάζυμος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -ζυμος (< ζύμη), πρβλ. ά-ζυμος, έν-ζυμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταζύμους — κατάζυμος fermented masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζύμη — η (AM ζύμη) όξινο φύραμα αλευριού το οποίο, όταν αναμιχθεί με μεγάλη μάζα αλευριού και νερού, προκαλεί τη ζύμωσή της, προζύμι, μαγιά νεοελλ. 1. το μίγμα από αλεύρι και νερό, το ζυμάρι 2. μτφ. το ψυχικό φύραμα κάθε ατόμου, η μάζα τών ψυχικών του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”